κατεπιθύμητος

κατεπιθύμητος
κατεπιθύμητος, -ον (Α)
1. πολύ επιθυμητός, περιπόθητος
2. κατεπίθυμος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐπι-θύμ-ιος «επιθυμητός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”